Οι μάγισσες σας καλωσορίζουν

το ιστολόγιο των παιδιών που αγαπούν το ομότιτλο βιβλίο του Αλκιβιάδη Κούση
(εικονογράφηση: Βαγγέλης Παπαβασιλείου, εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ)


Η Μιρέλλα, η Φιρέλλα και η Κανέλα ανυπομονούν να σας γνωρίσουν και να μοιραστούν μαζί σας τα μυστικά τους. Πάρτε τις σκούπες και τα καπέλα σας κι ελάτε στην παρέα μας!

Σάββατο 20 Αυγούστου 2016

...και στις διακοπές μαζί! (μέρος 2ο κι αποκαλυπτικό!)



Κάθε μέρα κατεβαίναμε πρώτοι στην παραλία. Η μαμά μας έβαζε να υποσχεθούμε ότι δεν θα πηγαίνουμε στα βαθιά και μετά έπιανε το Γιάννη ξεχωριστά και του έλεγε ρίχνοντας τη ματιά της πάνω μου: «Να μην τους χάσεις από τα μάτια σου, γιατί α!». Αυτό το «α!» στο τέλος των λόγων της ήταν πάντα ένα μυστήριο για μένα. Ο Γιάννης πάντως έδειχνε να καταλαβαίνει απόλυτα τι ακριβώς εννοούσε και κουνούσε το κεφάλι καταφατικά. Μετά παίρναμε όλον τον «εξοπλισμό παραλίας» που λέει και ο μπαμπάς και φεύγαμε για την θάλασσα. 


Η Μαρία κουβαλούσε μαζί της μια τεράστια πάνινη τσάντα με τις πετσέτες και τις ψάθες μας. Και το βιβλίο της φυσικά! Αν μπορούσε να κάνει μπάνιο και με το ένα χέρι να κρατά το βιβλίο και να διαβάζει, θα το έκανε! Αυτή δεν είναι δική μου αδελφή. Το έχουμε ξαναπεί αυτό. Κι εγώ είχα πάρει το βιβλίο μου μαζί, αλλά δεν έκανα κι έτσι! Ο Γιάννης έπαιρνε στο ένα χέρι  την μπάλα που παίζαμε μαζί και στο άλλο την ομπρέλα. Μόλις φτάναμε κάρφωνε το κοντάρι της μέσα στην άμμο και την  άνοιγε προσεκτικά.  Εγώ έφευγα πάντα από το σπίτι με τη μάσκα μου στο κεφάλι και στην αγκαλιά ένα μεγάλο θερμός με κρύο νερό. Τα υπόλοιπα, αντηλιακά, ψάθες, ρακέτες και φρούτα τα φέρνουν ο μπαμπάς με τη μαμά. Οι αδελφομάγισσες που έρχονταν μαζί τους μες στην τρελή χαρά, δεν κουβαλούσαν τίποτα. Το λες και τεμπελιά αυτό, έτσι δεν είναι;


Την δεύτερη κιόλας μέρα που κατεβήκαμε για μπάνιο, υπήρχε μια περίεργη «τάξη» στην παραλία. Σαν κάποιος να είχε σκουπίσει την αμμουδιά. Συνήθως από τα παιχνίδια μας με τη μπάλα, η μικρή παραλία γινόταν άνω κάτω. Επιπλέον, ο λίγος κόσμος που ερχόταν το απόγευμα, όλο και θα άφηνε κάποια ίχνη πάνω στην άμμο. Μας έκανε εντύπωση το πόσο λεία κι επίπεδη ήταν. Μάλιστα το συζητήσαμε με τη Μαρία. Ο Γιάννης μας είπε ότι αυτό δεν ήταν και τόσο περίεργο γιατί ο αέρας και τα κύματα μπορούν να κάνουν την αμμουδιά «γυαλί» κατά τη διάρκεια της νύχτας. Δε δώσαμε σημασία και βιαστήκαμε να πέσουμε στη θάλασσα.


Και την επόμενη  μέρα η παραλία έδειχνε «χτενισμένη» κι εγώ είχα αρχίσει να μπαίνω σε σκέψεις.  Επίτηδες άρχισα να σκάβω την άμμο να κάνω βουναλάκια. Όταν ο μπαμπάς με τη μαμά ήρθαν και με ρώτησαν τι κάνω, τους απάντησα ότι θέλω να φτιάξω μια πολιτεία. Οι μάγισσες που ήταν μαζί τους με κοίταξαν καλά καλά και διέκρινα μια απελπισία στο βλέμμα της Φιρέλλας. Ήμουν σίγουρος ότι κάτι σκάρωναν και πάλι κι αυτό με πείσμωσε ακόμα περισσότερο.


Το ίδιο απόγευμα κι αφού γυρίσαμε από το μπάνιο και τρώγαμε παγωτό στο μπαλκόνι εκμυστηρεύτηκα τις υποψίες μου στη Μαρία. Συνήθως βάζει τα γέλια και με λέει «φαντασιόπληκτο» γιατί βλέπω παντού μυστήρια και σκοτεινές υποθέσεις. Αυτή τη φορά όμως συμφώνησε μαζί μου και μάλιστα μου αποκάλυψε ότι το ίδιο πρωινό, χαράματα σχεδόν, όταν σηκώθηκε για να πιει νερό, είχε ακούσει ψιθύρους από το δωμάτιο των μαγισσών και της είχε φανεί πολύ περίεργο. Το βράδυ το συζητήσαμε και με το Γιάννη κι εκείνος μας είπε πως μόνο ένας τρόπος υπάρχει να μάθουμε τι τρέχει. Θα φυλούσαμε βάρδιες και θα παρακολουθούσαμε τις μάγισσες για να δούμε αν «μαγειρεύουν» κάτι. Η ιδέα του ήταν εξαιρετική και την βάλαμε αμέσως σε εφαρμογή. 


Ο Γιάννης που είναι και ο μεγαλύτερος πήρε την πρώτη βάρδια γιατί του αρέσει να κάθεται μέχρι αργά ξύπνιος. Έτσι λοιπόν, ενώ πήγαμε για ύπνο γύρω στις 11, εκείνος έμεινε ξύπνιος μέχρι τις δύο τα ξημερώματα. Όχι ότι δυσκολεύτηκε κιόλας. Κολλημένος στο λάπτοπ έμεινε κι έπαιζε παιχνίδια τον περισσότερο χρόνο φαντάζομαι. Η αμέσως επόμενη βάρδια ήταν της Μαρίας. Ούτε κι εκείνη ζορίστηκε  ιδιαίτερα. Άνοιξε ένα μικρό  φωτάκι που έχει και διάβασε το βιβλίο της παρακολουθώντας ταυτόχρονα την κίνηση. Η τελευταία βάρδια ήταν η δικιά μου, επειδή είμαι και ο μικρότερος. Θα με ξυπνούσε η Μαρία στις πέντε το πρωί και θα συνέχιζα εγώ την κατασκοπεία μας. 


Τα πράγματα πήγαν εξαιρετικά. Το δικό μας το δωμάτιο ήταν δίπλα ακριβώς από αυτό των μαγισσών στο μπροστινό μέρος του σπιτού, ενώ της μαμάς και του μπαμπά ήταν στο πίσω. Όταν γύρω στις πέντε ήρθε και με ξύπνησε η Μαρία, με διαβεβαίωσε ότι τίποτα «ύποπτο» δεν είχε συμβεί μέχρι εκείνη την ώρα. Το ίδιο ακριβώς της είχε μεταφέρει και ο Γιάννης στην αλλαγή της βάρδιάς του. Σκέφτηκα ότι μπορεί και να ήταν τελικά σαχλαμάρα το σχέδιό μας, σηκώθηκα όμως από το κρεβάτι και κόλλησα το αυτί μου στη μεσοτοιχία που με χώριζε από τις καλές μας. Πάνω που είχα αρχίσει να βαριέμαι και σκεφτόμουν σοβαρά να πλαγιάσω ξανά, ακούστηκε ο πρώτος θόρυβος από δίπλα. Κι ύστερα άλλος ένας προς την μπαλκονόπορτα. 


Και τα δυο δωμάτια έβγαζαν στο ίδιο μπαλκόνι. Πατώντας στις μύτες των ποδιών μου, σωστός αίλουρος πρέπει να παραδεχτώ, κοίταξα μέσα από τις γρίλιες. Οι μαγισσούλες είχαν ανοίξει τα παντζούρια και μια μια βγήκαν προσέχοντας μην κάνουν τον παραμικρό θόρυβο. Στη συνέχεια, δεν θα το πιστέψετε, έδωσαν ένα σάλτο με τις σκούπες τους στα σκέλια και μην τις είδατε! Άνοιξα λίγο το παντζούρι και τις είδα να πετούν προς την παραλία. Αχά!


Έτρεξα αμέσως και ξύπνησα τη Μαρία και τον Γιάννη και μέσα σε πέντε λεπτά είχαμε φύγει από το σπίτι ακολουθώντας τες. Ο μπαμπάς με τη μαμά κοιμόντουσαν του καλού καιρού ακόμα. Πήραμε το μικρό μονοπάτι και μέσα σε ελάχιστα λεπτά βρεθήκαμε πίσω από ένα μεγάλο βράχο, στην άκρη της παραλίας, δυο βήματα από την αμμουδιά που κάναμε μπάνιο. Το σημείο αυτό το είχα ανακαλύψει εγώ κι εκεί πήγαινα για να ξαπλώσω στη σκιά όταν ο ήλιος έκαιγε. 
 

Είχε αρχίσει να ξημερώνει και βλέπαμε πια χωρίς δυσκολία. Η μάγισσες είχαν καθίσει πάνω στην άμμο, η μια δίπλα στην άλλη και συζητούσαν. Οι σκούπες τους ήταν πεταμένες λίγο πιο πίσω. Θα πρέπει να διαφωνούσαν πάνω σε κάτι γιατί έκαναν πολύ έντονες κινήσεις. Η Κανέλα καθόταν στη μέση και κοιτούσε την ήρεμη θάλασσα. Η Μιρέλλα κάτι εξηγούσε στη Φιρέλλα κι εκείνη έδειχνε πολύ θυμωμένη. Ξαφνικά, σηκώνεται όρθια η Κανέλα και την ακούμε να λέει: «Ε, όποια θέλει ας με ακολουθήσει! Σας βαρέθηκα πια!» και….πέφτει έτσι όπως ήταν, με τα ρούχα, μέσα στο νερό!!!


Οι άλλες δυο έμειναν να την κοιτάζουν έκπληκτες. Η Κανέλα έβγαζε κραυγές από την χαρά της. Η Μιρέλλα την ακολούθησε χωρίς πολλούς δισταγμούς,   τσιρίζοντας όμως πως το νερό είναι κρύο! Το θέαμα ήταν τόσο αστείο που κοντέψαμε να κατουρηθούμε από τα γέλια! Ο Γιάννης μας έκανε συνεχώς νοήματα για να κάνουμε ησυχία, αλλά τόσο εγώ όσο και η Μαρία ήταν αδύνατο να συγκρατηθούμε.  Η Φιρέλλα τις κοίταζε αναποφάσιστη και κάτι έλεγε για τα μαλλιά της. Οι άλλες δυο όμως δεν τις έδιναν καμιά σημασία. 


Εντάξει, δεν μπορώ να πω ότι κολυμπούσαν, πλατσούριζαν πιο πολύ, αλλά έδειχναν να το ευχαριστιούνται! Η Φιρέλλα ολοφάνερα εκνευρισμένη άρπαξε την σκούπα της κι άρχισε να…σκουπίζει την παραλία! Ισοπέδωσε τα βουναλάκια που εγώ φτιάξει με τόση μαεστρία κι άρχισε να χοροπηδά πάνω στην άμμο για να την ισιώσει! Ώστε έτσι γινόταν λοιπόν! Κοίταξα τη Μαρία, που έτρεχαν δάκρυα από τα μάτια της, και την άκουσα να μου λέει ψιθυριστά: «Τελικά, είχες δίκιο, μικρέ!». Ο Γιάννης, που στην προσπάθεια του να καταπιεί τα γέλια του, είχε γίνει κατακόκκινος,  μου έσφιξε με το χέρι του το μπράτσο μου. 


Ναι, μερικές μάγισσες κολυμπούν τελικά. Ή νομίζουν ότι κολυμπούν! Και κάποιες άλλες σκουπίζουν την αμμουδιά από τη ζήλεια τους. Θέλετε κι άλλες αποδείξεις;






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου